- ανθρακοθήριο
- (anthracotherium). Γένος απολιθωμένων αρτιοδακτύλων θηλαστικών του ολιγοκαίνου. Ανήκει στην οικογένεια των ανθρακοθηριιδών. Το μέγεθός του κυμαίνεται από το μέγεθος βοδιού έως το μέγεθος ιπποπόταμου. Ένα α. του πρώτου μεγέθους βρέθηκε σε ανθρακωρυχείο της Κύμης στην Εύβοια. Η οικογένεια αυτή ήταν διαδεδομένη κυρίως στην Ευρώπη, την Αμερική, τη βόρεια Αφρική και τις Ανατολικές Ινδίες. Τα α. είχαν πλήρη οδοντοστοιχία, με ανεπτυγμένους κυνόδοντες και τραπεζίτες. Τα άκρα τους είχαν τέσσερα δάχτυλα, από τα oποία τα πλευρικά ήταν λεπτότερα από τα άλλα.
Dictionary of Greek. 2013.